Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό νέο κτίριο μας έκοψε τον

  • 1 αέρας

    ο
    1) воздух; атмосфера;

    καθαρός αέραέρας — чистый, свежий воздух;

    ρευστός αέρας физ. — жидкий воздух;

    πεπιεσμένος αέρας — сжатый воздух;

    ο αέρας γέμισε καπνό — воздух загрязнён дымом;

    2) ветер;

    ευνοϊκός αέρας — попутный ветер;

    ενάντιος ( — или αντίθετος) αέρας — встречный ветер;

    3) климат;

    ο αέρας τού νησιού δεν τον ωφελεί — климат острова для него вреден;

    4) осанка; манера держаться;

    αύτη έχει αέρα αρχοντιάς — у неё аристократическая манера держаться;

    5) малость; чуть-чуть;

    τό φόρεμα θέλει έναν αέρα μακρύτερο — платье надо чуть-чуть удлинить;

    6) тех (небольшой) зазор;
    7) уверенность, смелость в обращении;

    του λείπει ο αέραςу него нет уверенности (в манере держаться);

    8) проворство, сноровка, ловкость;

    πήρε τον αέρα της δουλείας — он освоился с работой;

    9) развязность, наглость;

    μπήκε στο γραφείο με αέρα — он бесцеремонно вошёл в кабинет;

    10) вознаграждение маклера или посредника;
    11) отступное;

    πήρε εκατό χιλιάδες αέρα — ему дали сто тысяч отступного;

    12) право на надстройку здания; верх здания (годный для надстройки);

    αγόρασα τον αέρα — я купил право на надстройку здания;

    13) вид (из окна);

    τό νέο κτίριο μας έκοψε τον αέρα — новое здание закрыло нам вид из окна;

    § λόγια τού αέρα — пустые слова;

    αέρας φρέσκος ( — или каβουρδιστός) — пустые слова, пустые обещания;

    έχω πολύν αέρα — воображать о себе;

    παίρνω πολύν αέρα — наглеть; — становиться нахальным;

    αέρα κοπανάω ( — или κοπανίζω) — а) заниматься бесполезным делом, толочь воду в ступе; — б) говорить на ветер, впустую;

    πήρε ο νούς του αέρας — или πήραν τα μυαλά του αέρα — он возомнил о себе; — он зазнался;

    τού'κοψα τον αέρα — я с него сбил спесь;

    αυτός πηγαίνει πάντα κατά πού φυσάει ο αέρας прям., перен. — он всегда плывёт по течению;

    στον αέρα — на ветер, напрасно, впустую;

    αέρα! — а) воен, ура! (при атаке); — б) долой!, вон!, убирайся!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αέρας

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»